- κεκλιμένη
- κλίνωsráyatiperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκλιμένῃ — κλίνω sráyati perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλιμένηι — κεκλιμένῃ , κλίνω sráyati perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
CYZICUS — I. CYZICUS a Thessalis oriundus. Fuit enim ex Aeneo Apollinis et Stilbes filio natus, qui, relictâ Thessaliâ, ubi fuerat ortus. in Hellespontum se contulit atque ibi regnavit, et Aenetem, Eufori Thraciae Regis filiam, uxorem duxit, ex qua Cyzicum … Hofmann J. Lexicon universale
EPIRUS — regio Graeciae finitima ad Ort. Acheloo fluv. discreta: ad Occas. Acrocerauniis montibus, quâ mari Adriatico incumbunt: Ad Septentr. Macedoniae parte terminatâ: Ad Merid. Ionio mari abluta. Primum Molossia dicta, deinde Chaonia, a Chaone Heleni… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροδίνη — η (Μετεωρ.) ατμοσφαιρικό φαινόμενο μικρής κλίμακας χρόνου (διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα ώς λίγα λεπτά) και περιορισμένων διαστάσεων, κατά το οποίο σημειώνεται κατακόρυφη ή κεκλιμένη στροβιλοειδής κίνηση τού ατμοσφαιρικού αέρα είτε κατά τη… … Dictionary of Greek
ανάκυψη — η 1. άνοδος στην επιφάνεια, εμφάνιση, ανάδυση 2. απαλλαγή από στενοχώρια ή συμφορά 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος ανυψώνει το κεφάλι του ή τον κορμό από κάποια κεκλιμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
κατατομή — η (AM κατατομή) [κατατέμνω] η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη νεοελλ. 1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα… … Dictionary of Greek